- ἀπόκτισις
- ἀπόκτισιςplanting of a colonyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκτισις — ἀπόκτισις, η (Α) [κτίζω] ίδρυση αποικίας … Dictionary of Greek
ἀπόκτισιν — ἀπόκτισις planting of a colony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκτίσεως — ἀποκτίσεω̆ς , ἀπόκτισις planting of a colony fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)